συγκορυφεύς

συγκορυφεύς
ὁ, Μ
(για τους αποστόλους Πέτρο και Παύλο) συγκορυφαῑος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κορυφή + επίθημα -εύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”